σμηκτρίδα

σμηκτρίδα
σμηκτρίς
fuller's earth
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμηκτρίδα — η / σμηκτρίς, ίδος, ἡ, ΝΑ (ενν. γη) νεοελλ. άλλη ονομασία τού σμηκτίτη 2. είδος χώματος ή πηλού που χρησίμευε για καθαρισμό ενδυμάτων, σαπουνόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • σμηκτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και απαντά με τη μορφή πολύ μικρών τεμαχιδίων, το οποίο, χάρη σε ορισμένες ιδιότητές του, χρησιμοποιείται ως λευκαντική γη για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”